- ἐπαρχῶν
- ἐπαρχέωto be anpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπαρχήfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπάρχων — ἔπαρχος commander masc/fem/neut gen pl ἐπάρχω rule over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… … Dictionary of Greek
κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο … Dictionary of Greek
πραιτώριο — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ρώμη το γενικό στρατηγείο ή η διαμονή του διοικητή του στρατού. Το όνομα προήλθε από τον πραίτωρα, ο οποίος ασκούσε αρχικά την ανώτατη διοίκηση. Το π. βρισκόταν στο κέντρο του στρατοπέδου πάντα στην ίδια θέση κατά… … Dictionary of Greek